ομοιοπαθητική, η
[χομιόπαθι]
homeopathy
[οmiopathitiki']
Ερμηνεία:
Θεραπευτικό σύστημα που θεμελίωσε ο Γερμανός Samuel Cristian Friedrich Hahnemann (1755 - 1843) και στηρίζεται στην αρχή, ότι η θεραπεία της νόσου επιτυγχάνεται με φαρμακα, που έχουν τη δυνατότητα να παράγουν σε ένα υγιές άτομο, όμοια συμπτώματα (όμοιο πάθος), με εκείνα της νόσου, που πρόκειται να θεραπεύσουν.
Ετυμολογία:
[όμοιος + πάθος]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
Kushal Banerjee, Ceire Costelloe, Robert T Mathie, Jeremy Howick
Syst Rev. 2014; 3: 59. Published online 2014 June 10. doi: 10.1186/2046-4053-3-59
B. Poitevin
Bull World Health Organ. 1999; 77(2): 160–166.
E Ernst
Br J Clin Pharmacol. 2002 December; 54(6): 577–582. doi: 10.1046/j.1365-2125.2002.01699.x
Συνώνυμα:
Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Kυτταρολογία:
|